- λογοθετῶν
- λογοθέτηςauditormasc gen plλογοθετέωcall to accountpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μόσχος — I (2ος αι. π.Χ.). Συρακούσιος βουκολικός ποιητής, μιμητής του Θεόκριτου. Στον Μ. αποδίδονται διάφορα έργα, ορισμένα από τα οποία δεν πληρούν τα χαρακτηριστικά της συγγραφικής τεχνικής του. Αναμφισβήτητο έργο του αποτελεί η Ευρώπη, όπου αφηγείται… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Κουτούζης, Νικόλαος — (Ζάκυνθος 1741 – 1813). Ιερέας, ζωγράφος και σατιρικός ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους ζωγράφους της Επτανησιακής σχολής του 18ου αι., ενώ είναι γνωστός επίσης για τα καυστικά σατιρικά ποιήματά του καθώς και για τον ιδιότυπο… … Dictionary of Greek